- ορθοστάδην
- ὀρθοστάδην (ΑΜ)επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.)αρχ.(για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + στάδην* «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισο-στάδην)].
Dictionary of Greek. 2013.